σύγχωσμα

σύγχωσμα
-ώσματος, τὸ, ΜΑ [συγχώννυμι]
το χώμα που συσσωρεύεται γύρω από ένα σημείο ή ο τόπος που καταλύφθηκε από χώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγχωσμάτων — σύγχωσμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχώσματα — σύγχωσμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωσμός — ὁ, Μ [συγχώννυμι] το συγχωσμα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”